- επαλλαγή
- επάλλαξις (-εως) η попеременность, чередование;
επαλλαγή των δακτύλων — перебирание пальцами;
επαλλαγή των μηρών — закладывание ноги на ногу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαλλαγή των δακτύλων — перебирание пальцами;
επαλλαγή των μηρών — закладывание ноги на ногу
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
επαλλαγή — ἐπαλλαγή, η (Α) νεοελλ. 1. διαδοχική και γρήγορη αλλαγή, εναλλαγή 2. η μετάβαση από μια κατάσταση σε άλλη 3. γραμμ. το συντακτικό σχήμα τής έλξεως*, αλλιώς σύζευξη αρχ. 1. συναρμογή ενός πράγματος μέσα σε άλλο 2. «γάμων ἐπαλλαγή» η επιγαμία, ο… … Dictionary of Greek
ἐπαλλαγή — fitting into one another fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαλλαγή — η 1. συχνή και γρήγορη αλλαγή, διαδοχική αλλαγή, εναλλαγή: Επαλλαγή των δαχτύλων πιανίστα. 2. στο συντακτικό το σχήμα της έλξης, η σύζευξη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπαλλαγῇ — ἐπαλλάσσω change over aor subj pass 3rd sg ἐπαλλάσσω change over aor subj pass 3rd sg ἐπαλλαγή fitting into one another fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλαγαῖς — ἐπαλλαγή fitting into one another fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλαγαί — ἐπαλλαγή fitting into one another fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλαγῆς — ἐπαλλαγή fitting into one another fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαλλαγήν — ἐπαλλαγή fitting into one another fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
DIMICARE — proprie est sorte ac micatione finem imponere controversiae. Et quidem micare de ea sorte dicebatur olim, quae fit per digitos subito sub certo numero expansis: cuiusmodi morem eleganter exprimit Nonnus l. 23. describens certamen inter Cupidinem… … Hofmann J. Lexicon universale
LORUM — Graece λῶρον, Balsamoni vinculum capitis est vel diadema s. fascia Imperatoria: quod Phrygium alii dixêre, ut Auctor Donationis Constantinianae. utrumque nempe sumitur pro vitta capitis vel mitta et tiara Impertiali. Phrygium enim adiectivum est… … Hofmann J. Lexicon universale
SENATORIA Vestis — Tunica fuit laticlavia, et Toga candida, sed illa inprimis. Non enim Senatores solum, sed et Equites ac Magistratus, imo divites quoscumque, candidis Togis usos fuisse, patet ex illo Iuvenalis, Sat. 10. v. 45. Niveosque ad frena Quirites, Imo… … Hofmann J. Lexicon universale